- μέδω
- μέδω (Α)1. άρχω, βασιλεύω, κυβερνώ («Ἀργείων, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.)2. προστατεύω3. (το μέσ.) μέδομαια) προνοώ, φροντίζω για κάποιον ή κάτιβ) (με γεν.) έχω κάτι στον νου μου, θυμάμαι («πολέμοιο μεδέσθω», Ομ. Ιλ.γ) μηχανώμαι κάτι κακό για κάποιον, επινοώ, σχεδιάζω («κακὰ δὲ Τρώεσσι μεδέσθην, Ομ. Ιλ.)4. φρ. «σκῆπτρα μέδοντες» — αυτοί που κατέχουν την εξουσία, οι κρατούντες.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μέδω ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *med- «μετρώ, κρίνω, σταθμίζω». Χαρακτηριστική είναι η σημασιολογική εξέλιξη τής ρίζας στις διάφορες γλώσσες. Στη λατ. ο τ. modus «μέτρο, τρόπος», που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. λ. μόδα) και το ρ. meditor «σκέπτομαι, διαλογίζομαι» διατήρησαν τη γενική σημασία τής ρίζας. Τη σημ. αυτή διατήρησαν επίσης τα: αρχ. ιρλδ. midiur «κρίνω σκέπτομαι», mess «κρίση», αρμ. mit (< *mēdi-), που ανάγονται στην εκτεταμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. λ. μήδομαι), και γοτθ. miton «λογίζομαι, φρονώ, εξετάζω». Από την έννοια αυτή ενός νου που ρυθμίζει, κανονίζει, κυβερνάει προήλθε η σημασία τού μέδω στην ελλ. «βασιλεύω, κυβερνώ, προστατεύω» καθώς και στην ιταλ. (πρβλ. οσκικό meddiss «αυτός που λέει το δίκαιο», ομβρικό meřs «δίκαιο») με σιγμόληκτο θέμα, όπως και σε μερικά ελληνικά κύρια ονόματα (πρβ. Πολυ-μήδης, Κλεο-μέδδεις). Σε άλλες γλώσσες η ρίζα *med- έδωσε τύπους σχετικούς με την ιατρική (πρβλ. λατ. medeor «θεραπεύω», medicus «ιατρικός», αβεστ. vῑmad «φάρμακο»). Τέλος, στις γερμανικές γλώσσες η σημασία της περιορίστηκε στην έννοια τού «μετρώ, λαμβάνω τα κατάλληλα μέτρα» (πρβλ. γοτθ. mitan, αγγλοσαξ. metan και λ. μέδιμνος)].
Dictionary of Greek. 2013.